διαστρέφω — turn different ways pres subj act 1st sg διαστρέφω turn different ways pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστρέφω — διαστρέφω, διέστρεψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος … Dictionary of Greek
διαστρέφετε — διαστρέφω turn different ways pres imperat act 2nd pl διαστρέφω turn different ways pres ind act 2nd pl διαστρέφω turn different ways imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστρέφῃ — διαστρέφω turn different ways pres subj mp 2nd sg διαστρέφω turn different ways pres ind mp 2nd sg διαστρέφω turn different ways pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστρέψει — διαστρέφω turn different ways aor subj act 3rd sg (epic) διαστρέφω turn different ways fut ind mid 2nd sg διαστρέφω turn different ways fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστρέψουσιν — διαστρέφω turn different ways aor subj act 3rd pl (epic) διαστρέφω turn different ways fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαστρέφω turn different ways fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστρέψω — διαστρέφω turn different ways aor subj act 1st sg διαστρέφω turn different ways fut ind act 1st sg διαστρέφω turn different ways aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστρέψῃ — διαστρέφω turn different ways aor subj mid 2nd sg διαστρέφω turn different ways aor subj act 3rd sg διαστρέφω turn different ways fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεστραμμένα — διαστρέφω turn different ways perf part mp neut nom/voc/acc pl διεστραμμένᾱ , διαστρέφω turn different ways perf part mp fem nom/voc/acc dual διεστραμμένᾱ , διαστρέφω turn different ways perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)